μαυρόψαρο

μαυρόψαρο

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μαυρόψαρο" в других словарях:

  • μαυρόψαρος — η, ο μαύρος και σταχτής, γκρίζος σκούρος, σκοτεινός («ένα φαρί μαυρόψαρο, όμορφο και μεγάλο», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρος + ψάρος «σταχτής»] …   Dictionary of Greek

  • μελανούρι — το ιού 1. είδος ψαριού, το μαυρόψαρο: Ψαρέψαμε μελανούρια. 2. μτφ., όμορφο μελαχρινό κορίτσι ή αγόρι: Τι μελανούρι είσαι εσύ! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»