μαυρόψαρο
Смотреть что такое "μαυρόψαρο" в других словарях:
μαυρόψαρος — η, ο μαύρος και σταχτής, γκρίζος σκούρος, σκοτεινός («ένα φαρί μαυρόψαρο, όμορφο και μεγάλο», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρος + ψάρος «σταχτής»] … Dictionary of Greek
μελανούρι — το ιού 1. είδος ψαριού, το μαυρόψαρο: Ψαρέψαμε μελανούρια. 2. μτφ., όμορφο μελαχρινό κορίτσι ή αγόρι: Τι μελανούρι είσαι εσύ! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)